χειρόμορφος

χειρόμορφος
-η, -ο, Ν [χειρομορφία]
φρ. «χειρόμορφες ενώσεις»
χημ. ενώσεις που χαρακτηρίζονται από την ιδιότητα τής χειρομορφίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”